συγχύζω

συγχύζω
συγχύζω και συχύζω σύ(γ)χυσα, συ(γ)χύστηκα, συγχυσμένος
1. συσκοτίζω, μπερδεύω: Αντί να ξεδιαλύνει τα πράγματα τα συγχύζει περισσότερο.
2. ανακατώνω ψυχικά, εκνευρίζω: Πάλι με σύγχυσες σήμερα με τις ανοησίες σου. – Συγχύστηκε απ' αυτά που του είπα κι έφυγε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγχύζω — συγχύζω, σύγχυσα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγχύζω — και διαλ. τ. συχύζω Ν 1. συγχέω, μπερδεύω 2. ανακατεύω, ανακατώνω 3. αδυνατώ να διακρίνω ή να διευκρινίσω κάτι (α. «συγχύζει τα πρόσωπα και τα πράγματα» β. «συγχύζω τις έννοιες») 4. διαταράσσω, αναστατώνω 5. καθιστώ κάτι ασαφές, συσκοτίζω 6.… …   Dictionary of Greek

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

  • αντιλογώ — κ. αντιλογιούμαι (Α ἀντιλογῶ έω Μ ἀντιλογοῡμαι) αντιλέγω, φέρνω αντίρρηση μσν. νεοελλ. ( λογώ κ. –γούμαι) δίνω απάντηση σε συζήτηση νεοελλ. ( ώ) 1. αλλάζω γνώμη 2. συγχύζω, ταράζω κάποιον αρχ. ( ῶ) αρνούμαι …   Dictionary of Greek

  • αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λαβώνω — (Μ λαβώνω) 1. τραυματίζω, πληγώνω, ιδίως με όπλο 2. μτφ. σαγηνεύω ερωτικά, εμπνέω έρωτα σε κάποιον 3. μτφ. θολώνω τον νου, επηρεάζω την κρίση, συγχύζω («η αγάπη τού λάβωνε τη γνώση», Ερωτόκρ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λαβωμένος η, ο τραυματίας,… …   Dictionary of Greek

  • προσυγχέω — Α προκαλώ σύγχυση προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συγχέω «συγχύζω, ταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • συμφύρω — ΝΜΑ 1. αναμιγνύω άτακτα, ζυμώνω μαζί, ανακατώνω (α. «ψυχὴ συμπεφυρμένη μετὰ κακοῡ», Πλάτ. β. «αἷμα δ ἐξ ἄκρου ἔσταξε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί», Ευρ.) 2. μτφ. (με κακή σημ.) συγχρωτίζομαι, συναγελάζομαι μσν. συνευρίσκομαι ερωτικά («Οἰδίπους τῇ… …   Dictionary of Greek

  • συχύζω — Ν βλ. συγχύζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”